-
1 κάρᾱ
κάρᾱ, τό, ion. u. ep. κάρη, nur im nom. u. acc., das Haupt; πολιόν τε κάρη, πολιόν τε γένειον Il. 22, 74; μηκέτ' ἔπειτ' Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη 2, 259; von Pferden, 6, 509; ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισι, das Haupt der Medusa, Pind. P. 10, 46; Tragg., οὔ φημ' ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα λευσίμους ἀράς Aesch. Ag. 1598, περὶ πόδα, περὶ κάρα, Eum. 159, in der Anrede, νῦν δ' ἐμοὶ φίλον κάρα, ἔκβαιν' ἀπήνης, liebes Haupt, Ag. 879, wie Soph. ὦ κράτιστον Οἰδίπου κάρα O. R. 40, ὦ κασίγνητον κάρα El. 1155, vgl. Ant. 906 (Eur. Or. 237 I. T. 983); von Thieren, κάρα προβάλλων ἱππικῶν όχημάτων El. 730; αἰγείρου frg. 24; γέλωτι φαιδρὸν κάρα El. 1310, wo bes. an das Gesicht zu denken ist; κάρα τὸ δυςπ ρόςοπτον O. C. 286; τὸ πάλλευκον κάρα Eur. Hec. 600; σὸν καταιδοῦμαι κάρα Or. 681; ἰλιγγιῶ κάρα λίϑῳ πεπληγμένος Ar. Ach. 1178; sp. D. oft. – Dazu haben die Tragg. den dat. κάρᾳ, maskulinisch, für κάρατι, συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ Aesch. Ch. 225; Soph. O. C. 570 Ant. 1257 El. 437; Eur. Med. 1371 Herc. Fur. 465; κάρῃ Theogn. 1018. – Die Gramm. führen auch den gen. κάρας an; den acc. κάραν haben Anacr., πολιαὶ στέφουσι κάραν 50, 9, u. a. Sp., wo es dann als fem. betrachtet wird, Qu. Sm. 11, 58; τὴν κάρην Callim. frg. 125; κάρης Mosch. 4, 74; Nic. Th. 131 D. Per. 562. – Plur., ἑκατὸν κάρᾱ ἐξεπεφύκει H. h. Cer. 12, womit man ὦ βατίδες, ὦ γλαύκων κάρα vergleichen kann, Sannyrio bei Ath. VII, 286 c, für κάρατα. – Außerdem gehören dazu die Formen gen. κάρητος, Od. 6, 230. 23, 157, u. καρήατος, Il. 23, 44, dat. κάρητι, Il. 15, 75, u. καρήατι, 19, 405. 22, 205, dat. plur. κάρησι, Tryphiod. 602, acc. plur. καρήατα, Il. 11, 309, wozu die Gramm. einen eigenen nom. κάρηαρ angenommen haben. – Vgl. ΚΡΑΣ u. κάρηνον.
-
2 ἔπ-ειμι
ἔπ-ειμι, ἐπεῖναι (s. εἰμί), dabei, daran, darauf sein; ἀχλὺν ἀπ' ὀφϑαλμῶν ἕλον, ἣ πρὶν ἐπῆεν Il. 5, 127, die auf den Augen lag; λεπτοτάτη δ ἐπέην ῥινὸς βοός 20, 276, über dem Schilde; κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν, ein Griff war daran, Od. 21, 7; κάρη ὤμοισιν ἐπείη Il. 2, 259; σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ, auf dem Schilde, Aesch. Spt. 573; πόϑεν τοῦτ' ἐπῆν στύγος στρατῷ Ag. 533; ποινὰ γὰρ ἐπέσται Eum. 514, die Strafe wird folgen; μελέτη δ' ἔπεστι παντί Anacr. 59, 3; λεπτὴ δ' ἐπῆν κόνις Soph. Ant. 256; ἔπεισι τοῖς λύχνοις μύκητες Ar. Vesp. 262; γέφυρα ἐπῆν Xen. An. 1, 2, 5; ἐπὶ ταῖς πλείσταις οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν 4, 4, 2; ὄρος ἔπεστι ἐπὶ τῇ ἐσχατιᾷ Dem. 42, 5; ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐπεόντων συχνῶν Περσέων Her. 8, 118; τἀπὶ τοῦ πίνακος τραγήματα ἐπόντα Ar. Plut. 997; aber ἐπὶ τῷ ποταμῷ πύλαι ἔπεισι Her. 5, 52 u. χιλιάδες τε ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά = kommen noch dazu, u. außerdem noch 7000 Mann, 7, 184. – Darüber gesetzt sein, vorstehen, τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι; Aesch. Pers. 237; καί σφι ἐπῆν στρατηγός Her. 8, 71; ἔπεστί σφι δεσπότης ὁ νόμος 7, 104. Auch οἷσιν ἐπέσται κράτος, bei denen die Macht sein wird, H. h. Cer. 150. – Womit verbunden sein, wie oben ποινά, so νυνὶ πλεῖ· κέρδος ἐπέσται, es wird Gewinn dabei sein, Ar. Av. 597; τίς μοι ἔτ' οὖν τέρψις ἐπέσται Soph. Ai. 1206; τῷ ταῦτα ποιοῦντι χάρις ἔπε στι Plat. Conv. 183 b; οὔτε τις τάξις οὐδὲ ἀνάγκη ἔπεστιν αὐτοῦ τῷ βίῳ Rep. VIII, 561 d, wie X, 597 c; φόβος, κίν- δυνος ἔπεστι, Dem. 21, 9; τιμωρίαι ἐπέστωσαν, Strafe soll darauf gesetzt sein, Plat. Legg. XII, 943 d. – Von der Zeit, zukünftig sein, bevorstehen, γῆρας, Hes. O. 114; οἱ ἐπεσσόμενοι, die später leben werden, Theocr. 12, 11; Epigr. bei Aesch. 3, 184; – ἀλλ' ἔτι πού τις ἐπέσσεται, es wird wohl noch Einer übrig bleiben, Od. 4, 756.
См. также в других словарях:
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek